Συνολικές προβολές σελίδας

Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2010

Ο John O’Brandley

Ο John O’Brandley φωτογράφος δεύτερης γενιάς , Ιρλανδός από το Κορκ . Φωτογράφιζε την φύση και από καιρό σε καιρό δούλευε για το National Geographic. Του άρεσε να περνάει τον καιρό του στην άγρια φύση με όπλο τις φωτογραφικές του μηχανές, ένα κάλυμμα παραλλαγής και τα απαραίτητα για να επιβιώνει στην απέραντη ερημιά της αφρικανικής σαβάνας.

Είχε ταξιδέψει και φωτογραφήσει σε όλο τον κόσμο  αλλά το κώλυμα του και η μεγάλη του αγάπη ήταν η Αφρική. Ταξίδευε συνεχώς και έμενα στην σαβάνα με τις μέρες , βδομάδες για να αποτυπώσει στον φακό του την απίστευτη ομορφιά της αφρικανικής ηπείρου. Τα χρώματα του ζωντανά, οι φωτογραφίες του απίστευτες γεμάτες ένταση και πάθος. Πάθος ζωής, πάθος επιβίωσης , πάθος για την σαβάνα και όλα τα άγρια ζώα που ζούσαν εκεί.

Αυτή την φορά, ήταν Μάιος του 2006, ετοίμασε ένα μεγάλο σχέδιο. Ένα σχέδιο που στόχο θα είχε μια σειρά από σπάνιες φωτογραφίες. Σπάνιο το θέμα που διάλεξε, και σπάνιες θα ήταν και οι φωτογραφίες του που θα φιγουράριζαν στο κεντρικό άρθρο του αγαπημένου του περιοδικού.

Όλοι εκεί στην Αφρική τον ήξεραν, οι ντόπιοι των θεωρούσαν λίγο παλαβό. Εξαφανιζόταν για μέρες μόνος του στην σαβάνα χωρίς βοηθούς, χωρίς φύλακες, χωρίς προμήθειες ,χωρίς βαρύγδουπες και φανφαρόνικες αποστολές. Χανόταν για μέρες με ένα τεράστιο σακίδιο με προμήθειες  και τις αγαπημένες του φωτογραφικές.
Η αγαπημένη του Canon EOS 1, με ένα σωρό φακούς, τηλεφακούς και μπαταρίες καθώς και το αγαπημένο του κάλυμμα παραλλαγής. Κατασκήνωνε στην ερημιά , περπατούσε μέρες ατέλειωτες μέχρι να εντοπίσει το σκηνικό και το θέμα που ήθελε. Εκεί στηνόταν κάτω από ένα κάλυμμα παραλλαγής και περίμενε. Μπορεί να περίμενε ώρες ατέλειωτες κάτω από τον καυτό ήλιο. Με ένα μπουκάλι νερό και το μάτι στο σκόπευτρο. Να πάρει την καλύτερη φωτογραφία. Αυτή που είχε ονειρευτεί. Αυτή που ήταν το όνειρο της ζωής του. Έλεγε « Ο εχθρός του καλού είναι το καλύτερο , και εγώ έχω αυτό το μικρόβιο». Όποτε το έλεγε αυτό γελούσε δυνατά και το πρόσωπο του φωτίζονταν από την φλόγα. Αυτή την φλόγα της δημιουργίας και του ανικανοποίητου. Την φλόγα των τρελών του Κέρουακ , την φλόγα των ρομαντικών ποιητών του 18 αιώνα στην Γαλλία.  Δεν ησύχαζε ποτέ.  Πάντα ονειρευόταν το κάδρο που δεν είχε τραβήξει , το θέμα που θα τον γοήτευε περισσότερο από το προηγούμενο, πάντα αναζητούσε το τέλειο, πάντα αναζητούσε το όνειρο , την πηγή που ζητάει ο κάθε «καταραμένος» να σβήσει την δίψα του . Την δίψα της ζωής .

Αυτή την φορά ο John αναζητούσε κάτι μοναδικό και σπάνιο. Μια χρυσή τίγρη που είχε αφεθεί ελεύθερη  στο Πάρκο Καλαχάρι της Μποτσβάνα. Θέμα μοναδικό αντάξιο του ταλέντου του John.
Ήξερε από τις αρχές του πάρκου σε ποια σημεία κινείτο, είχε βάλει τα σημάδια στον χάρτη του και είχε σχεδιάσει μια διαδρομή που θα τον έβγαζε στην ρότα της τίγρης του. Ήθελε να την φωτογραφήσει στο φυσικό της περιβάλλον. Εκεί που έτρωγε κυνηγούσε και έτρεχε ελεύθερη.  Μακριά από τα βλέμματα του κόσμου και την παρακμή του πολιτισμού.
Ήταν μέρες στην ερημιά , φορτωμένος όλα τα σύνεργα του καθώς και τον εξοπλισμό επιβίωσης . Έψαχνε το θηρίο του. Αυτό που θα του χάριζε την φωτογραφία που είχε ονειρευτεί. Το ήξερε πως οι πιθανότητες να πετύχει την τίγρη του ήταν ελάχιστες στην αχανή έκταση αλλά πάλι από την άλλη το πίστευε τόσο πολύ που το θεωρούσε σίγουρο.
Κατασκήνωνε και κοιμόταν στην ερημιά και εκεί καθώς κοιτούσε τα αστέρια στον ουρανό όλα του φαινόντουσαν τόσο μαγικά. Ένιωθε πως αν άπλωνε τα χέρια του θα ακουμπούσε τα αστέρια. Το φεγγάρι τον κοιτούσε και του έγνεφε πονηρά . Το όνειρο του θα γινόταν πραγματικότητα, ήξερε …το ένιωθε τόσο απλά. Ήθελε να έχει έναν άνθρωπο να μοιραστεί την στιγμή . Στιγμή μαγείας. Κοίταξε γύρω του την φύση . Την άγρια αφρικανική φύση και ένιωσε μέρος της για ακόμα μια φορά . Επαψε να σκέφτεται την οποιαδήποτε παρέα. Είχε την παρέα του ήδη. Και μια παρέα αλλόκοτη και άγρια. Αλλά με κανόνες και νόμους. Όσο σεβόταν και αποτελούσε μέρος της φύσης όλα τον σέβονταν. Ακόμα και τα ζώα , τα φυτά, η νύχτα, τα αστέρια , το φεγγάρι.  Χαμογέλασε και μονολόγησε «ζω μοναδικά είμαι ευτυχισμένος».

Τα λόγια του θα ακουγόντουσαν εντελώς περίεργα παράδοξα για όλο τον σημερινό δήθεν πολιτισμένο κόσμο. Μόνος σε μια σκηνή στην σαβάνα , τριγυρισμένος από άπειρα περίεργα όντα να χαζεύει την νύχτα , να προσπαθεί να πιάσει τα αστέρια , να έχει διάλογο με το φεγγάρι.  Εκεί ολομόναχος με τις φωτογραφικές του μηχανές και ένα όνειρο.  Την φωτογραφία που είχε ονειρευτεί . Ευτυχία των πολύ λίγων αγαπητοί μου. Ευτυχία των ελάχιστων αληθινών ανθρώπων.

Ξημέρωσε ….αλλά χρώματα ζωντανά , ο ήλιος κάνει το τοπίο να δείχνει εξίσου μαγικό. Φωτογράφησε την ανατολή, ήπιε τον καφέ του , μάζεψε τον εξοπλισμό και ξεκίνησε την εξαντλητική πορεία. 
Η μέρα του πλησίαζε . Το ένιωθε. Ο Ήλιος και η θερμοκρασία τον κούραζαν αλλά ήταν συνηθισμένος. Ήξερε πως για να κάνει αυτό που ονειρεύτηκε έπρεπε να κοπιάσει πάρα πολύ. 

Έφτασε αισίως στην 12η μέρα .Όσο περνούσαν οι μέρες τόσο χαλύβωνε η θέληση του και το κουράγιο του.
Το ήξερε το μυριζόταν το ένιωθε. Σταματούσε και παρατηρούσε τα ίχνη , μύριζε τον αέρα , αφουγκραζόταν τα πάντα.

Ξάφνου εκεί που προχωρούσε είδε το πρώτο ίχνος. Όλο του το κορμί ανατρίχιασε, ο ιδρώτας που έτρεχε σε όλο του το σώμα ήταν κρύος πια !!! Σαν να ήταν αυτός ο κυνηγός πια και ο κανονικός κυνηγός το θήραμα. Δεν ήταν έτσι μιας και ο John είχε ξεπεράσει προ πολλού τις ανόητες αντιλήψεις του δυτικού κόσμου. Ένιωθε και ήταν μέρος της Αφρικής. Ένιωθε πως απλά αποθανάτιζε την ομορφιά . την αγνή και άσπιλη ομορφιά . Ένιωθε πως ήταν απλά εργάτης στην πιο καλογυρισμένη παράσταση του κόσμου και απλά αυτός ήταν εκεί να αναδείξει τον πρωταγωνιστή του.
Το ίχνος ήταν φρέσκο. Κάπου εκεί στην περιοχή γύριζε ο πρωταγωνιστής του.

Έψαξε με τα κιάλια . Τίποτα . Παρόλα αυτά τα ίχνη πύκνωναν όσο περπατούσε. Ήταν σε τροχιά κυνηγίου. Το ήξερε πως ο πρωταγωνιστής του έκανε κύκλους στην περιοχή. Ήταν ζήτημα χρόνου να συναντηθούν.
Σουρούπωσε . Και ο John κατασκήνωσε έχοντας πάντα το χέρι του δίπλα στην φωτογραφική του. Απόψε όλες του οι αισθήσεις ήταν στον μέγιστο βαθμό επαγρύπνησης. Ένιωθε . Ένιωθε τα πάντα. Με το ζόρι έκλεισε τα μάτια του για 2-3 ώρες.
Ξύπνησε πριν το χάραμα . Άφησε το σκηνάκι του πήρε τις μηχανές του και το κάλυμμα παραλλαγής και αφού βρήκε ένα σημείο με καλή οπτική γωνία στήθηκε.

Η Canon EOS 1 με τον 800αρι τηλεφακό πακτωμένη στο έδαφος . Ένα σωληνάκι στο στόμα για να πίνει νερό ώστε να μην αφυδατωθεί και απέραντη υπομονή. Έπρεπε να πιάσει τον πρωταγωνιστή του να κυνηγάει . Να πιάσει τον πρωταγωνιστή του στην κίνηση.  Να βγάλει την φωτογραφία που ονειρευόταν .

Πέρασαν ώρες ατέλειωτες. 9 ώρες ακίνητος .Πολλά ζώα πέρασαν από μπροστά του και ο John δεν έχασε την ευκαιρία αλλά αυτός περίμενε το βραβείο του. Τον πρωταγωνιστή του.
Περίμενε μια σκηνή, μια θέση, μια κίνηση μια στιγμή με τον πρωταγωνιστή του όπως τον ήθελε. Ανατρίχιαζε στην στιγμή που θα είχε τον πρωταγωνιστή του στο σκόπευτρο της Canon EOS 1.

Είχε κουραστεί πια και η αφυδάτωση άρχισε να τον βασανίζει , ώσπου ξάφνου ο πρωταγωνιστής του εμφανίστηκε αργά αργά. Βόλταρε στην ερημιά ψάχνοντας ένα θήραμα !
Οι παλμοί της καρδιάς του ξεπερνούσαν του 120 . Αδρεναλίνη στο έπακρο. Τράβηξε τις 2 πρώτες και συνέχισε. Θαύμαζε την γοητεία του πρωταγωνιστή του στο φυσικό του περιβάλλον. Απίστευτο ζώο μονολόγησε. Υπέροχο, πανέμορφο, σκεφτηκε πως δεν έχει δει ποτέ στην ζωή του κάτι τόσο όμορφο.
Ήταν απόγευμα πια , ο Ήλιος άρχισε να πέφτει δίνοντας τα πιο υπέροχα χρώματα στον ορίζοντα . Ο πρωταγωνιστής του χωρίς να το ξέρει είχε αποτυπωθεί στην κάρτα μνήμης του John εκατοντάδες φορές , αλλά του έλλειπε αυτή η συγκεκριμένη φωτογραφία , αυτή που ήθελε και ονειρευόταν.

Ήταν έτοιμος να μαζέψει και να αποσυρθεί για το βράδυ. Βέβαια είχε ακόμα πολύ φώς αλλά ο πρωταγωνιστής του δεν φαινόταν τυχερός στο κυνήγι του σήμερα .
Αποφάσισε να αλλάξει θέση . Σιγά σιγά έρποντας πήγε στην νέα του θέση στις παρυφές ενός ανυπάρκτου λόφου. Χμμμ σκέφτηκε από εδώ βλέπω καλύτερα. Όμως ο πρωταγωνιστής του εξαφανίστηκε όπως ακριβώς εμφανίστηκε το πρωί.
Τα μάζεψε και γύρισε κατάκοπος στην σκηνή. Λίγο φαγητό και αμέσως τον πήρε ο ύπνος . Το πρωί θα ξαναγυρνούσε στην κρυψώνα του.

Χάραμα …καφές και γεμάτος ανυπομονησία γύρισε στην τρύπα του . Έστησε την Canon EOS 1 και σκεπάστηκε με την παραλλαγή του.
Περίμενε κάτω από τον καυτό ήλιο μέχρι τις 10 και ο πρωταγωνιστής του συνεπής στο ραντεβού του έκανε εκ νέου την εμφάνισή του. Υπέροχος και πανέμορφος .

Ένα κοπάδι αντιλόπες έκανε την εμφάνιση του. Ο πρωταγωνιστής του ήταν πια σε κατάσταση επίθεσης. Κρύφτηκε και ξεκίνησε την επίθεσή του. Απίστευτες εικόνες ….ταχύτητα …στρατηγική σε όλο της το μεγαλείο. Γιαυτό είχε έρθει ο John, το όνειρο του ήταν τόσο μα τόσο κοντά. Λίγα λεπτά τον χώριζαν από το όνειρό του.
Ο πρωταγωνιστής του ήταν έτοιμος να επιτεθεί. Λίγα δευτερόλεπτα τον χώριζαν από το κλικ που ήθελε.

Ξάφνου ένας μηχανικός ήχος από ένα τζιπ ακούγεται. Land rover, οι φύλακες του πάρκου σκέφτηκε.  Κοίταξε από τον τηλεφακό του και όντως είχε δίκιο. Τα ζώα του είχαν συνηθίσει δεν έδωσαν σημασία καθώς επίσης και ο πρωταγωνιστής του που πεινούσε αρκετά για να σκεφτεί τους παρείσακτους. Ο πρωταγωνιστής του κοντοστάθηκε και ο John γύρισε τον τηλεφακό πάνω του. Τον μέτρησε να δει τι θα κάνει. Στεκόταν και παρατηρούσε. Γύρισε το τζιπ και πάλι . Μαζί με τους φύλακες ήταν και ένας γεράκος με περίεργη αμφίεση και ήταν όρθιος στο τζιπ . Έμοιαζε με κάποιον μανιακό καθηγητή πανεπιστημίου που έκανε την μελέτη του στην σαβάνα.

Κουνιόταν δεξιά αριστερά έτοιμος να πέσει από το τζιπ. Στο ένα του χέρι είχε κάτι που θύμιζε φωτογραφική μηχανή. Νέταρε πάνω της  , δεν πίστευε στα μάτια του μια Hasselblad παλιά παμπάλαια. Αναρωτιόταν την έκανε ο γεράκος πάνω το τζιπ με αυτή. Ξαναγυρνάει στον πρωταγωνιστή του. Η ώρα της επίθεσης αρχίζει . Επιταχύνει , τρέχει η αντιλόπη κάνει μάταια ζιγκ ζαγκ έχει τραβήξει 30 στάσεις 40 και ετοιμάζεται για το τελικό ρεσάλτο. Είναι έτοιμος όλοι είναι έτοιμοι 160 παλμοί. Ο John και η φωτογραφία που ονειρευόταν απέχουν 1 δευτερόλεπτο. Το δάχτυλο του πατάει ελαφρά το κουμπί.  Έτοιμος όσο πότε. Ο πρωταγωνιστής του ορμάει , κάνει ένα απίστευτο σάλτο πάνω στον λαιμό της αντιλόπης και εκείνη ακριβώς την στιγμή που πατάει το κλικ ο John το τζιπ με τον τρελαμένο καθηγητή μπαίνει μπροστά του!! Ο John τραβάει 10 καρέ με το τζιπ και τον καθηγητή που και αυτός τραβάει την χρυσή τίγρη την στιγμή της ύστατης επίθεσης.Είναι έξαλλος , πετάγεται από την κρυψώνα του και φωνάζει , κλωτσάει το χώμα , τις πέτρες . Το θέμα του χάλασε . Το όνειρο πέταξε.Αφού ηρέμησε σε λίγα λεπτά, ναι τέτοιος ήταν ο John απλά φώναζε , εκνευριζόταν και τσίριζε αλλά το ξεχνούσε μετά από λίγα λεπτά.Μάζεψε τα πράγματα του και κινήθηκε προς τον καταυλισμό των ντόπιων. Μετά από τόσες μέρες ήθελε ένα φαγητό της προκοπής. Ένα κρεβάτι και λίγη θαλπωρή όπως μόνο οι Αφρικανοί ξέρουν να δίνουν. Οι ντόπιοι τον αγαπούσαν τον John και πάντα τον περίμεναν με ανυπομονησία και χαρά . Ο John ανυπομονούσε και φτάνοντας στο χωρίο μετά τις αγκαλιές και τα φιλιά είδε κάτι που δεν περίμενε. 
Ο καθηγητής ήταν εκεί και αυτός φιλοξενούμενος. Ο John αφού πήγε στο μέρος του και του είπε τι είχε συμβεί κοίταξε τα πικραμένα μάτια του καθηγητή και άκουσε τα λόγια που τον έκαναν να δακρύσει.
«Λυπάμαι παιδί μου λυπάμαι πολύ που σου κατέστρεψα την δουλειά αλλά αυτό το σπάνιο ζώο το μεγάλωσα από μικρό και είμαι αυτός που μετά από τόσους κόπους το έφερα εδώ στο σπίτι του. Όπως αντιλαμβάνεσαι ήταν το όνειρο μου να το δώ στο φυσικό του μέρος.» O John έσκυψε το κεφάλι. Κατάλαβε. Κοίταξε την παλιά , παμπάλαια Hasselblad και ρώτησε «τι φιλμ χρησιμοποιείτε κύριε καθηγητά ?»  
«Ασπρόμαυρο παιδί μου» αποκρίθηκε ο καθηγητής. «Έλα να σου δείξω κάτι» του είπε. 
Πήγαν μαζί στην σκηνή και ο John αντίκρισε την πιο όμορφη φωτογραφία που είχε δει σε ασπρόμαυρο τραβηγμένη από μια παλιά , παμπάλαια μηχανή και κυρίως από έναν ερασιτέχνη. 
Δάκρυσε , στην φωτογραφία ήταν ο πρωταγωνιστής του σε απόλυτη δράση. Την ώρα που έμπηγε τα κοφτερά του δόντια στον λαιμό της έρημης αντιλόπης.
 Η φωτογραφία που ήθελε να είχε τραβήξει με τον πανάκριβο εξοπλισμό του τραβηγμένη από μια παλιά , παμπάλαια μηχανή με ασπρόμαυρο φιλμ. 
Φίλησε το χέρι του καθηγητή και τον αγκάλιασε . Η Φώτο του καθηγητή με την βοήθεια του John έγινε εσωτερικό άρθρο στο National Geographic με τον τίτλο

 «Η φωτογραφία που με νίκησε»

Στο άρθρο ο John έγραψε ολη την ιστορία και από τότε αυτός και ο καθηγητής είναι στενοί καρδιακοί φίλοι .

Ο Καθηγητής εξακολουθεί να ονειρεύεται την τίγρη του και ο John την επόμενη φωτογραφία που θα τραβήξει. Την φωτογραφία της ζωής του. 

Την φωτογραφία που πάντα ονειρευόταν .


 

1 σχόλιο:

  1. Μερικές φορές όταν προσπαθούμε υπερβολικά για κάτι κατά ένα περίεργο τρόπο τα κάνουμε να φεύγουν πιο μακρυά από εμάς...

    Και έρχονται στα χέρια μας όταν θέλουν αυτά και από εκεί που δεν τα περιμένουμε! ;)

    Ένα έχω να πω τώρα που πήρες κι εσύ το νέο σου κανόνι...

    ΑΡΧΙΙΣΑΜΕΕΕ...!!!:)

    ΑπάντησηΔιαγραφή